α, ον, v.l. for κηπαῖος, Nic.Th.88.
[Seite 1432] = κηπαῖος, κάμπη Nic. Ther. 88.
κήπειος: -α, -ον, = κηπαῖος, Νικ. Θ. 88.
κήπειος, -εία, -ον (Α) κήποςκηπαίος.