v. κιβωτός.
[Seite 1436] = κιβώτιον, Suid.
κίβος: ὁ, ἐνεός, Ἡσύχ., κατὰ δὲ Σουΐδ. «κίβος, κιβωτός».
κίβος, ὁ (Α)(κατά το λεξ. Σούδα) «κιβωτός».[ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως πρόκειται για αντίστροφο παρ. του κιβωτός ή για μεταπλασμό του κατ' επίδραση του λατ. cibus].