κίνναβος

English (LSJ)

= κάναβος (for which it is prob. f.l.), Suid.

German (Pape)

[Seite 1441] ὁ, Modell der Bildhauer, übh. Entwurf, Skizze, vgl. κάνναβος od. κάναβος.

Greek (Liddell-Scott)

κίνναβος: ἴδε κάναβος.