κάναβος

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάνᾰβος Medium diacritics: κάναβος Low diacritics: κάναβος Capitals: ΚΑΝΑΒΟΣ
Transliteration A: kánabos Transliteration B: kanabos Transliteration C: kanavos Beta Code: ka/nabos

English (LSJ)

or κάνναβος, ὁ,
A wooden framework round which artists moulded wax or clay, block-figure, Hsch., Poll.7.164, 10.189.
2 mannikin or rough drawing of the human frame, Arist.HA515a35, GA743a2 (wrongly expld. as cistern by Phlp.in GA109.27).
3 metaph., lean person, 'skeleton', Stratt.20, Hsch. (Spelling and quantity undetermined: cf. κίναβος.)

German (Pape)

[Seite 1319] ὁ, oder richtiger κάνναβος, das Holz, um welches die bildenden Künstler eine Figur in Thon oder Wachs modelliren, u. das Modell selbst, Poll. 7, 164. 10, 189; bei Suid. u. B. A. 416 falsch κίνναβος; Arist. gen. anim. 2, 6 ἐκ τῆς καρδίας αἱ φλέβες διατεταμέναι, καθάπερ οἱ τοὺς κανάβους γράφοντες ἐν τοῖς τοίχοις, vgl. H. A. 3, 5, ein in Umrissen entworfenes Bild des Menschen. Übertr., ein magerer Mensch, wie ein Skelet, an dem man alle Adern u. Knochen sehen kann, Strattis Poll. 10, 189 u. Hesych.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
modèle en cire, en terre glaise ou en plâtre à l'usage des sculpteurs ; représentation du squelette.
Étymologie: DELG κάννα.

Russian (Dvoretsky)

κάνᾰβος: (κᾰ) ὁ эскиз человеческого тела, анатомический контур Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κάνᾰβος: ἢ κάνναβος, ξύλινος σκελετὸς περὶ ὃν οἱ καλλιτέχναι ἔπλασσον τὸ πρόπλασμα διὰ πηλοῦ ἢ κηροῦ, «κάναβοι· τὰ ξύλα περὶ ἃ τὸ πρῶτον οἱ πλάσται τὸν κηρὸν τιθέασιν» Ἡσύχ.· «περὶ ὃ δὲ οἱ τοὺς πίθους πλάττοντες τὸν πηλὸν περιθέντες πλάττουσι, τοῦτο δὲ ξυλήφιον κάνναβος καλεῖται» Πολυδ. Ζ΄, 164, πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst § 305. 7. 2) σχεδίασμα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος διὰ γραμμῶν διαγραφουσῶν τὰς φλέβας, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 3, π. Ζ. Γεν. 2. 6, 18. 3) ἰσχνὸς ἄνθρωπος, «πετσὶ καὶ κόκαλλον», Στράττις ἐν «Κινησίᾳ» 3 (πολυδ. Ι΄, 189), Ἡσύχ. κᾱ-, Ἀνθ. Π. 11. 107· καὶ ὁ Meineke γράφει κάνναβος παρὰ τῷ Στράττι ἔνθ’ ἀνωτ..

Greek Monolingual

ο (Α κάναβος και κάνναβος)
νεοελλ.
(τοπογρ.) γεωμετρικό σχήμα ενός δικτύου τετραγώνων πάνω σε χάρτη που η σχεδίασή του αποτελεί ακριβή τρόπο καθορισμού τών κορυφών μιας πολυγωνικής οδεύσεως πάνω σε χάρτη με βάση τις ορθογώνιες συντεταγμένες τους
αρχ.
1. η κάν(ν)αβη, το καν(ν)άβι
2. ξύλινος σκελετός γύρω από τον οποίο οι ανδριαντοποιοί έπλαθαν το πρόπλασμα του αγάλματος με πηλό ή κερί
3. σχεδίασμα τών κυριότερων μερών του ανθρώπινου σώματος με γραμμές που παριστάνουν τις φλέβες, όπως στους ανατομικούς πίνακες
4. μτφ. (για πρόσ.) ισχνός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα + κατάλ. -βος
(πρβλ. κόττα-βος), που είναι αρκετά σπάνια και απαντά κυρίως σε τεχνικούς όρους της Αρχαίας Ελληνικής].

Greek Monotonic

κάνᾰβος: ὁ, ξύλινος σκελετός γύρω από τον οποίο οι καλλιτέχνες έπλαθαν το κερί ή τον πηλό.

Frisk Etymological English

κάνναβος
Grammatical information: m.
Meaning: wooden framework round which artists moulded wax or clay, block-figure, mannikin, lean person' (Stratt., Arist., Poll., H.);
Other forms: also κίνναβος (Suid.) [f.l. acc. to LSJ 953], κιναβεύματα πανουργήματα H., Phot. (uncertain Ar. Fr. 699).
Derivatives: κανάβιος, -ινος belonging to a κ., κ.-like (AP, H.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: -On the formation cf. the often dark words in -βος like κάκκαβος, κόλλαβος, σίττυβος (Chantraine Formation 262); perh from κάννα reed (s. v.), if prop. reed frame. Seen the varition ν/νν the word will be Pre-Greek, though Fur. 303 has not found the geminate νν, but note Lat. canaba, cannaba. - On Lat. canaba hovel, hut (prop. reed-frame?) s. W.-Hofmann s. v.

Middle Liddell

κάνᾰβος, ὁ,
a wooden block round which artists moulded wax or clay, a block-figure.

Frisk Etymology German

κάναβος: κάνναβος
{kánabos}
Forms: auch κίνναβος (Suid.), κιναβεύματα· πανουργήματα H., Phot. (unsicher Ar. Fr. 699).
Grammar: m.
Meaning: Holzgerüst zum Modellieren, Modell, Mannequin, magere Person (Stratt., Arist., Poll., H.);
Derivative: Davon κανάβιος, -ινος ‘zum κ. gehörig, κ.-artig’ (AP, H.).
Etymology: Zur Bildung vgl. die mehrfach dunklen Wörter auf -βος wie κάκκαβος, κόλλαβος, σίττυβος (Chantraine Formation 262); vielleicht von κάννα Rohr (s. d.), wenn eig. Rohrgerüst. — Über das in der Bed. abweichende lat. canaba Krämerbude beim Heer (eig. Rohrgerüst, leichtes Holzgerüst?) s. W.-Hofmann s. v.
Page 1,775