κίρκη

English (LSJ)

ἡ, unknown bird, Ael.NA4.5.

German (Pape)

[Seite 1441] ἡ, ein Vogel, Ael. H. A. 4, 5 u. 58.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
oiseau de proie.
Étymologie: p.-ê. apparenté à κίρκος, litt. le tournoyant.

Greek (Liddell-Scott)

κίρκη: ἡ, ἄγνωστόν τι πτηνόν, Αἰλ. π. Ζ. 4. 5.

Greek Monolingual

κίρκη, ἡ (Α)
ονομασία άγνωστου πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. του κίρκος (Ι)].