κίρκος
English (LSJ)
ὁ, a kind of
A hawk or falcon, ἴρηξ κίρκος (where ἴρηξ is the generic term, κίρκος the specific), Od.13.87, cf. Il.22.139, A.Pr.857, Arist.HA620a18, Opp.C.1.64; κίρκου λεπάργου A.Fr.304.5. (The species cannot be identified.)
II a kind of wolf, Opp.C.3.304.
III circle, mostly in form κρίκος (q.v.): hence, ring, IG11 (2).161B49 (Delos, iii B.C.): poet. for Prose κρίκος acc. to Poll.1.94:—neut. pl. κίρκα ἢ καταδέσματα PMag.Lond.121.299.
IV later, = Lat. circus, Plb.30.22.2, Arr.Epict.3.16.14, Plu.Aem.32.
V unknown stone, Plin.HN37.153.
VI = κωπηλάτης, Hsch., Phot.
VII = ἡ τοῦ αἰγείρου βλάστησις, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1441] ὁ, 1) eine Habicht- od. Falkenart, von den Kreisen benannt, die sie im Schweben beschreiben; ὅ τε σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσιν Il. 17, 757, vgl. 22, 139; sein Flug galt als vorbedeutend, daher er Ἀπόλλωνος ταχὺς ἄγγελος heißt, Od. 15, 526; auch ἴρηξ κίρκος verbunden, etwa der kreisende Habicht, 13, 87; Folgde; κίρκοι πελειῶν οὐ μακρὰν λελειμμένοι Aesch. Prom. 859; Pers. 203 Suppl. 221; Arist. H. A. 9, 1, 36. – 2) eine Wolfsart, Opp. Cyn. 3, 304. – 3) der Kreis, vgl. κρίκος, der rom. circus, Pol. 30, 13. – Phot. u. Hesych . erkl. es auch durch κωπηλάτης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ),
I. cirque, à Rome (lat. circus) POL. 30.13.2;
II. p. anal.
1. sorte de faucon, qui plane en tournant, IL. 22.139, OD. 15.526, Batr. 49 ; adj. ἴρηξ κίρκος, OD. 13.87, l'épervier tournoyant;
2. sorte de loup, OPP. C. 3.304;
3. sorte de gâteau rond, ATH. 647d.
Étymologie: cf. lat. circus, circum, circa.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κίρκος -ου, ὁ havik.
κίρκος -ου, ὁ [~ κρίκος] ring, later (Lat.) circus (in Rome).
Russian (Dvoretsky)
κίρκος:
I ὁ предполож. ястреб Aesch., Arst.: ἴρηξ κ. Hom. описывающий круги ястреб.
II ὁ
1 (лат. circus) цирк (в Риме) Polyb.;
2 кольцо Anth.
English (Autenrieth)
a hawk or falcon that flies in circles, ἴρηξ, Od. 13.87; Ἀπόλλωνος ἄγγελος, Od. 15.526.
Greek Monolingual
(I)
ο (AM κίρκος), ιερακόμορφο πτηνό που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια accipitridae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από ονοματοποιία (πρβλ. κρεξ). Η άποψη κατά την οποία συνδέεται με τη λ. κίρκος (II) «κρίκος, κύκλος» (από την κυκλική κίνηση του γερακιού) είναι λιγότερο πιθανή. Από τη λ. κίρκος παράγεται πιθ. το όνομα της μάγισσας Κίρκης].
(II)
κίρκος, ὁ (Α)
1. κρίκος
2. λύκος
3. είδος λίθου
4. (κατά τον Ησύχ. και Φώτ.) κωπηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος, με μετάθεση].
(III)
κίρκος, ὁ (AM)
ιππόδρομος, αμφιθέατρο («ἔν τε τοῖς ἱππικοῖς θεάτροις, ἅ κίρκους καλοῦσι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < λατ. circus «ιππόδρομος»].
Greek Monotonic
κίρκος: ὁ,
I. είδος γερακιού ή όρνιου, που ονομάστηκε έτσι από το περιστροφικό του πέταγμα, ἵρηξ κίρκος (όπου το ἵρηξ, είναι ο γενικός όρος, ενώ το κίρκος, ο ειδικός, όπως το βοῦς ταῦρος), σε Ομήρ. Οδ.
II. δακτύλιος, κύκλος, κυρίως στον τύπο κρίκος.
Greek (Liddell-Scott)
κίρκος: ὁ, εἶδος ἱέρακος, «κιρκινέζι», ἵρηξ κίρκος (ἔνθα τὸ ἵρηξ δηλοῖ τὸ γένος, τὸ δὲ κίρκος τὸ εἶδος, ὡς τὰ βοῦς ταῦρος, σῦς κάπρος), Ὀδ. Ν. 87· ἐν Ἰλ. Χ. 139, Ὀδ. Ο. 526, φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ αὐτὸς τῷ φασσοφόνῳ, Falco palumbarius, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 857, ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 936, 1, ῥητῶς διακρίνει αὐτά· ἐκ τῆς χρήσεως αὐτοῦ εἰς κυνήγιον στρουθίων δυνατὸν νὰ εἶναι, F. nisus, Ὀππ. Κυν. 1. 64· ἕτεροι νομίζουσιν ὅτι εἶναι F. pygargus (πρβλ. κίρκου λεπάργου Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 304), ἢ τὸ προσβάλλον τὰς ἀλεκτορίδας ὄρνεον, F. cyaneus. II. εἶδος λύκου, Ὀππ. Κυν. 3. 304. ΙΙΙ. κύκλος, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ τύπῳ κρίκος (ὃ ἴδε)· ἐντεῦθεν, δακτύλιος, Πολυδ. Αϳ, 94· ― παρὰ μεταγεν. ἀντὶ τοῦ Ρωμ. circus, Πολύβ. 30. 13, 2. IV. ἄγνωστός τις λίθος, Πλίν. 37. 56. (Τὸ Σανσκρ. kakr-as (rotā), Λατ. circ-us, circ-um, circ-a, Ἀρχ. Σκανδιν. καὶ Ἀρχ. Γερ. hring, κτλ., ὑποδεικνύουσιν ὅτι ἡ πρώτη σημασία ἦτο ἡ τοῦ κύκλου ἢ κρίκου καὶ ὅτι ὁ κίρκος (ἱέραξ) ἐκλήθη οὕτως ἐκ τῶν κύκλων οὓς σχηματίζει κατὰ τὴν πτῆσιν αὐτοῦ, πρβλ. κρίκος παρ’ Ὁμ.· ― ἴσως τὰ κύκλος, κυλλός, κυρτός, κυλίνδω, ὡς καὶ τὰ κορώνη (corona), Κυρήνη, Κέρκυρα εἶναι ἅπαντα τύποι ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης.
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: m.
Meaning: a hawk or falcon (; Hom., A., A. R.); s. Thompson Birds s. v.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown; cf. on κρέξ.
2. Meaning: circle, ring
See also: s. κρίκος.
Middle Liddell
κίρκος, ὁ,
I. a kind of hawk or falcon, so called from its wheeling flight, ἵρηξ κίρκος (where ἵρηξ is the generic term, κίρκος the specific, like βοῦς τοῦροσ), Od.
II. a ring, circle, mostly in form κρίκος.
Frisk Etymology German
κίρκος: 1.
{kírkos}
Grammar: m.
Meaning: Art Habicht oder Falke (s. Thompson Birds s. v.; poet., Hom., A., A. R. u. a.).
Etymology: Herkunft unbekannt, onomatopoetisch?; vgl. zu κρέξ.
Page 1,857
2.
{kírkos}
Grammar: m.
Meaning: Kreis, Ring
See also: s. κρίκος.
Page 1,857