v. κίδαρις.
[Seite 1443] ἡ, = κίδαρις, κίταρις, v.l.
κίτταρις, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) η κίδαρις.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίδαρις.