καββάλλω

English (LSJ)

Aeol. for καταβάλλω, Alc.343; κάββαλε, Ep.for κατέβαλε, aor.2 of καταβάλλω:—also κάβαλεν· κατέβαλεν, Hsch. καββάς, v. καταβαίνω. καββασία, v. καταβασία. καββιόρνους· κατεσθίων, Id. κάββλημα· περίστρωμα (Lacon.), Id.

Greek Monolingual

καββάλλω (Α)
αιολ. τ. του καταβάλλω.