καβγάς

Greek Monolingual

και καυγάς
ο
1. φιλονικία, διαπληκτισμός, τσακωμός
2. φρ. «κρεμάει το ζωνάρι του για καβγά» ή «έχει λυτό το ζωνάρι του για καβγά» — ζητά αφορμή διαπληκτισμού
3. παροιμ. «ο καβγάς για το πάπλωμα» — για συγκαλυμμένες ιδιοτελείς βλέψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kavga. Η γραφή καυγάς (με δίφθογγο -αυ-) δεν δικαιολογείται ετυμολογικώς].