τσακωμός
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
ο, Ν τσακώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τσακώνω, σύλληψη, παγίδευση
2. φιλονικία, καβγάς («μετά τον τσακωμό τους δεν ξαναμίλησαν»).