τσακωμός

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365

Greek Monolingual

ο, Ν τσακώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τσακώνω, σύλληψη, παγίδευση
2. φιλονικία, καβγάςμετά τον τσακωμό τους δεν ξαναμίλησαν»).