καθίζημα

Greek Monolingual

το
καθιζάνω
ό,τι κατακάθεται στον πυθμένα δοχείου που περιέχει διαλυμένα σε νερό ή άλλο υγρό άλατα ή άλλες ουσίες, ίζημα, κατακάθι.