κᾰθᾰροπότιον: τό, καπηλεῖον ἐν ᾧ πωλεῖται καθαρὸς οἶνος, Boiss. Ἀνέκδ. 3. 78.
καθαροπότιον, τὸ (Μ)κατάστημα, καπηλειό, το οποίο πωλούσε καθαρό και ανόθευτο κρασί.[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + ποτόν].