καπηλειό
From LSJ
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
Greek Monolingual
και καπηλείο(ν), καπουλειό και καπελειό, το (AM καπηλεῖον)
οινοπωλείο, ταβέρνα
αρχ.
μικρό κατάστημα πώλησης αναγκαίων, μικρό παντοπωλείο («καὶ δᾷδας λαβόντες ἐκ τοῦ ἐγγύτατα καπηλείου», Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καπηλειό < καπηλεῖο(ν) < κάπηλος. Ο τ. καπελειό < καπηλειό με επίδραση του κάπελας, ο δε τ. καπουλειό με επίδραση τών ουσ. σε -πουλειό < -πωλειό (πρβλ. κρασοπουλειό)].