καθεδρικός
Greek Monolingual
-ή, -ό καθέδρα
αυτός που ανήκει σε επισκοπική έδρα, μητροπολιτικός («καθεδρικός ναός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cathedrale < λατ. cathedra (πρβλ. καθέδρα) + -ale. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυριακό Καπετανάκη].