καθηγητήρ

English (LSJ)

v. καθηγητής.

German (Pape)

[Seite 1284] ῆρος, ὁ, der Führer, Anführer, Man. 2, 300.

Greek Monolingual

καθηγητήρ, -ῆρος, θηλ. καθηγήτειρα, δωρ. τ. καθαγητήρ (Α) καθηγούμαι
1. οδηγός
2. διδάσκαλος, καθηγητής
3. ηγούμενος μοναστηριού.