καθοσίωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A dedication, (ἀγαλμάτων) Poll.1.11.
2 devotion, fidelity, POxy.2106.9 (iv A. D., written κατοσ-), Just.Nov.App.4.1; as a title, ἡ ἐμὴ κ., SIG905.11 (Chalcis, iv A. D.), cf.Arch.Pap.1.298 (iv A. D.).
II crimen laesae majestatis, Just.Nov.95.1.1, cf. Suid. s.v. εὐνοῦχος.

German (Pape)

[Seite 1289] ἡ, die Heiligung, Weihung, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

καθοσίωσις: -εως, ἡ, ἀφιέρωσις, ἀγαλμάτων Πολυδ. Α΄, 11. 2) ἀφοσίωσις, ἀγάπη μετ’ ἀφοσιώσεως, Εὐσέβ. ΙΙ. 1237Α. - ὡσαύτως ὡς τίτλος, ὁ αὐτ. ΙΙ. 800C, 828A, 821B, C, κλ. ΙΙ. ἐσχάτη προδοσία, Ἀποστ. Διατ. 5. 14, Παλλάδ. Βίος Χρυσ. 30Β, Εὐαγ. 5. 3· - ἔγκλημα καθοσιώσεως, ἐσχάτης προδοσίας, crimen majestatis, Παλλαδ. Βίος Χρυσ. 30Β, Σωκράτ. 601Α (πρβλ. Πολύβ. 26. 5, 1: ἐπὶ βασιλικοῖς ἐγκλήμασι, καὶ 26. 5, 3: ἐπὶ βασιλικαῖς αἰτίαις).