καθόπλισις

English (LSJ)

-εως, ἡ, arming, making of arms, Philoch. ap. Anon.Oxy.1241V6; mode of arming, armour, Plb.6.23.14, Ael.Tact.2.7:—so καθοπλ-ισμός, ὁ, Plb.11.32.7, Ael.Tact.2.9, SIG569.33 (Halasarna, iii B.C.); οἱ ἐν τοῖς βαρέσι κ. Plb.3.113.7; κοῦφοι κ. D.S.5.34.

German (Pape)

[Seite 1289] ἡ, Bewaffnung, Ausrüstung; Xen. Cyr. 8, 5, 11; Pol. 6, 23, 14.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'armer ; armement.
Étymologie: καθοπλίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθόπλισις -εως, ἡ [καθοπλίζω] bewapening.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθόπλῐσις: εως ἡ вооружение, доспехи Xen., Polyb.

Greek Monolingual

καθόπλισις, ἡ (Α) καθοπλίζω
τέλεια εξόπλιση, αρμάτωμα («τελείαν ἔχουσι τὴν καθόπλισιν», Ξεν.).

Greek Monotonic

καθόπλῐσις: -εως, ἡ, τρόπος εξοπλισμού, πανοπλία, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

καθόπλῐσις: -εως, ἡ, ὅπλισις, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 6, Πολύβ. 6. 23, 14· οὕτω, καθοπλισμός, ὁ, ὁπλισμός, αὐτόθι 11, 32, 7· οἱ ἐν τοῖς βαρέσι καθ. αὐτόθι 3. 113, 7, κτλ.

Middle Liddell

καθόπλῐσις, εως [from καθοπλίζω
a mode of arming, armour, Xen.