καινοπράγημα

Greek (Liddell-Scott)

καινοπράγημα: τό, νεωτερισμός, Εὐστ. Πονημάτ. 296. 19.

Greek Monolingual

καινοπράγημα, τὸ (Μ) καινοπραγώ
νεωτερισμός, αλλαγή, μεταβολή.

German (Pape)

τό, = καινοπραγία, Eust.