καινοπραγώ
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
καινοπραγῶ, -έω (Μ)
κάνω κάτι νέο και ασυνήθιστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πραγῶ (< -πραγής < θ. πραγ- του πράττω, πρβλ. παρακμ. πέ-πραγ-α), πρβλ. αδικοπραγώ, κακοπραγώ].