καινόσοφος

Greek Monolingual

καινόσοφος, -ον (Α)
πάπ. ο προερχόμενος από νέα σοφία, από πρόσφατη μάθησηκαινόσοφος προθυμία», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + σοφός.