καιροφυλακία

German (Pape)

[Seite 1297] ἡ, das Abpassen der rechten Zeit, Sp.

Greek Monolingual

καιροφυλακία, ἡ (Α) καιροφυλακώ
το να περιμένει κάποιος την κατάλληλη ευκαιρία για να κάνει κάτι.