τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life
καιροφυλακῶ, -έω (Α)φροντίζω, περιποιούμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + -φυλακώ (< -φύλαξ < φύλαξ), πρβλ. ημεροφυλακώ, σωματοφυλακώ].