καιροφυλακώ

Greek Monolingual

καιροφυλακῶ, -έω (Α)
φροντίζω, περιποιούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + -φυλακώ (< -φύλαξ < φύλαξ), πρβλ. ημεροφυλακώ, σωματοφυλακώ].