σωματοφυλακώ
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
Greek Monolingual
-έω, Α σωματοφύλαξ, -ακος]
είμαι σωματοφύλακας, ασκώ καθήκοντα σωματοφύλακα.