κακοεργέτις

English (LSJ)

ιδος, ἡ, evil-doing, ψυχή Porph.Antr.30; cf. κακεργέτις.

Greek Monolingual

κακοεργέτις, ἡ (Α)
αυτή που κάνει το κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. ενός αμάρτ. κακοεργέτης (πρβλ. κακεργέτης) < κακο-εργός (< κακ(ο)- + ἔργον), πρβλ. ευεργέτης].