κακοθάνατος

English (LSJ)

[θᾰ], ον, dying miserably, Plu.2.22c (as expl. of ῥιγεδανός), cf. Vett.Val. 128.19, Sch.E.Hipp.1143.

German (Pape)

[Seite 1300] schlimm, unglücklich sterbend; schlimmen Tod bringend, wie nach Plut. de aud. poet. 5 ῥιγεδανὴ Ἑλένη von Einigen als κακοθάνατος erklärt wurde.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui meurt misérablement.
Étymologie: κακός, θάνατος.

Russian (Dvoretsky)

κακοθάνᾰτος: причиняющий трагическую смерть (Ἑλένη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοθάνᾰτος: -ον, ἀποθνήσκων κακῶς ἢ ἀθλίως, Πλούτ. 2. 22C.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κακοθάνατος, -ον)
αυτός που πεθαίνει με βασανιστικό, με κακό θάνατο
νεοελλ.
(ως κατάρα) που είθε να έχει κακό θάνατο («είδες τον κακοθάνατο τί έκανε στον πατέρα του;»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -θάνατος (< θάνατος), πρβλ. ετοιμοθάνατος, ισοθάνατος.