κακομήτωρ

English (LSJ)

-ορος, ἡ, mother of ill, Glossaria on ἀμήτωρ, Hsch.:—but prob. κακομήστωρ (= κακόμητις) should be read in Man. 4.307.

German (Pape)

[Seite 1301] ορος, eine unglückliche od. böse Mutter habend, Hesych., Erkl. von ἀμήτωρ. – Aber Man. 4, 307 steht κακομήτορες neben δόλιοι = κακομῆται, vielleicht in κακομήστορες zu ändern.

Greek (Liddell-Scott)

κακομήτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, κακὴ μήτηρ, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐν Σοφ. Ἠλέκτρᾳ 1154, μήτηρ ἀμήτωρ, Ἡσύχ: - παρὰ Μανέθ. 4. 307, πιθ. ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κακομήστωρ, = κακομήτης.

Greek Monolingual

κακομήτωρ, ἡ (Α)
(γλώσσα του Ησύχ. στη λ. ἀμήτωρ) κακή μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. κοινομήτωρ, φιλομήτωρ].