κακομεταχειρίζομαι

Greek Monolingual

1. μεταχειρίζομαι άσχημα κάποιον ή κάτι, φέρομαι σκληρά
2. φρ. «κακομεταχειρίζεται την αλήθεια» — διαστρεβλώνει την αλήθεια, ασεβεί προς την αλήθεια, ψεύδεται παραμορφώνοντας την πραγματικότητα.