κακομηχανώ

Greek Monolingual

κακομηχανῶ, -έω, και -άω (Α) κακομήχανος
επινοώ κακά, άνομα πράγματα, εφευρίσκω τρόπους για να βλάψω, για να επιφέρω συμφορά.