επιφέρω
Greek Monolingual
(AM ἐπιφέρω)
νεοελλ.
1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο»)
2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του»)
3. (για επιστολή) μεταφέρω αυτοπροσώπως, κρατώ στα χέρια μου
μσν.- νεοελλ.
φέρνω ως επακόλουθο, ως αποτέλεσμα, προξενώ, προκαλώ («οι βροχές επέφεραν την καταστροφή τών σπαρτών»)
μσν.
επιβάλλω
επιφέρομαι
αρχ.-μσν.
μέσ. έχω, φέρνω μαζί μου (α. «τάλαντον ἐπενεγκαμένη προῖκα», Δημοσθ.
β. «ὕδωρ ἐπιφερομένους διὰ τὴν ἀνυδρίαν», Στράβ.)
αρχ.
1. στρέφω, διευθύνω εναντίον κάποιου («πόλεμον ἀκήρυκτον Ἀθηναίοισι ἐπέφερον», Ηρόδ.)
2. φέρνω κάτι με κακό σκοπό («φῶτα ἐπενεγκόντες ἐνέπρησαν τὴν οἰκίαν», πάπ.)
3. τοποθετώ πάνω σε κάτι, καταθέτω προσφορά («πάντων ἀπαρχὰς ἐπιφέροντες», Θουκ.)
4. παρέχω, εφαρμόζω
(«τὰ στοιχεῖα ἐπὶ τὰ πράγματα ἐποίσομεν», Πλάτ.)
5. φέρνω κάτι καλό ή κακό («ἐλευθερίαν ἐπιφέρειν», Θουκ.)
6. προσθέτω, αυξάνω («ἐπέφερε τὴν ὑπερβολὴν τοῦ καινοῦσθαι τὰς διανοίας», Θουκ.)
7. μέσ. (για φαγητό) τρώω επί πλέον
8. αποδίδω, προσάπτω (ιδίως όνομα), προσονομάζω («τὸ τῆς κοσμιότητος ὄνομα ἐπιφέρομεν αὐτοῖς», Πλάτ.)
9. αποδίδω σε ένα ουσιαστικό κάποιο χαρακτηριστικό κατηγόρημα («τά τε χρώματα ἐπιφέροντες αὐτῷ καὶ τὰ σχήματα», Πλάτ.)
10. αναφέρω, παραθέτω
11. παρουσιάζω αποδείξεις («κυρία ή συγγραφή, ὅπου ἂν ἐπιφέρηται», πάπ.)
12. μέσ. φέρω, φορώ
13. παθ. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («ὅς τις δὲ Τρώων κοίλῃς ἐπὶ νηυσὶ φέροιτο», Ομ. Ιλ.)
14. (για πλοίο) κατευθύνομαι εναντίον άλλου («ἐπιφερομένη Αἰγιναίη ναῦς κατέδυσε τῶν Σαμοθρηΐκων τὴν νέα», Ηρόδ.)
15. καταφέρομαι εναντίον κάποιου, βρίζω («ταῦτα λέγοντος Θεμιστοκλέος αὖτις... Ἀδείμαντος ἐπεφέρετο», Ηρόδ.)
16. παθ. (για χυμούς του σώματος) συσσωρεύομαι
17. φέρομαι προς τα εμπρός («τήν μέν θύρην δεδεμένην κάλῳ... ἀπίει ἐπιφέρεσθαι», Ηρόδ.)
18. (με απρμφ.) κινούμαι από την επιθυμία, επιθυμώ να κάνω κάτι («τῶν δέ πολλῶν ἐπιφερομένων πάλιν βοηθεῖν», Πολ.)
19. παθ. (για κακό) επαπειλούμαι («ὅτε φόβος τῶν ἐπιφερομένων κακῶν», Αντιφ.)
20. ακολουθώ («ὑποστῆναι τὸν λόγον ἐπιφερόμενον τοῦτον βούλομαι», Πλάτ.)
21. (για τα γράμματα σε μια λέξη) ακολουθώ
22. παθ. βρίσκω εφαρμογή, εφαρμόζομαι («ἡ λέξις... ἐπιφέρεται τοῖς πράγμασιν», Πλούτ.)
23. επισυνάπτω
24. (λογ.) βεβαιώνω με μορφή συμπεράσματος («ἐπιφέρειν τὸ μὴ ἀκολουθοῦν», Στράβ.)
25. φρ. α) «ἐπιφέρω πληγὴν (-άς)» — χτυπώ
β) «ἐπιφέρω αἰτίαν (-ας) τινί ἢ περί τινος» — κατηγορώ κάποιον
γ) «ἐπιφέρω τί τινι» — κατηγορώ, ρίχνω κάτι σε κάποιον
δ) «ἐπιφέρω μέμψιν, ψόγον» — κατηγορῶ
ε) «ἐπιφέρω τινί τι ή τινα» — κατηγορώ για κάτι
στ) «ἐπιφέρω μωρίην, μανίην τινί» — αποδίδω σε κάποιον μωρία, μανία, τον κατηγορώ για...
ζ) «ἐπιφέρω τι ἐπί τινα» — εκτοξεύω εναντίον κάποιου
η) «ὀργὰς ἐπιφέρω τινί» — εξυπηρετώ τα πάθη κάποιου
θ) «ἐπιφέρω ψῆφον» — δίνω ψήφο, λέω τη γνώμη μου
ι) «ἐπιφέρομαι ἐπί τι» — οδηγούμαι σε μια γνώμη.