κακονοέω

English (LSJ)

to be ill-disposed, bear malice, Lys.29.10.

German (Pape)

[Seite 1301] übelgesinnt sein, feindselig sein, τινί, Lys. 29, 10.

French (Bailly abrégé)

-οῶ;
être mal disposé pour, τινι.
Étymologie: κακόνοος.

Greek (Liddell-Scott)

κακονοέω: εἶμαι κακῶς διατεθειμένος κατά τινος, δεικνεύω κακὴν πρόθεσιν ἐναντίον αὐτοῦ, Λυσ. 182. 18.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκονοέω: враждебно относиться, злобствовать (τινι Lys.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακονοέω [κακόνοος] slecht gezind zijn, met dat.