κακόνοος
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
κακόνοον, contr. κακόνους, κακόνουν: Att. pl. κακόνοι:—ill-disposed, disaffected, opp. εὔνους, Antipho Soph.109, Ar.Pax496 (lyr.), 671; εὐνοεῖν τοῖς κακόνοις X.Cyr.8.2.1; τινι Id.An.2.5.16; τῇ πόλει Th.6.24; τῷ πλήθει Lys.25.7; τῷ δήμῳ κακόνους ἔσομαι = I will be hostile to the democracy, oligarchical oath in Arist.Pol.1310a9; εἰς τὰ ὑμέτερα πράγματα Lys.20.20: Sup. κακονούστατος Id.7.28, D.23.6. Adv. κακονόως Sch.E.Or.108; κακόνως Poll.5.115: Sup. κακονούστατα ib.116.
German (Pape)
[Seite 1301] zsgzgn κακόνους, übelgesinnt, übelwollend, feindselig; κακόνοι Ar. Pax 496; τινί, Xen. An. 2, 5, 16; Dem. 10, 34 u. A.; superl. κακονούστατος, Lys. 7, 28. – Adv., Schol. Eur. Or. 108; κακόνως, Poll. 5, 115.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
plur. att. κακόνοι;
malveillant, hostile.
Étymologie: κακός, νόος.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόνοος: стяж. κακόνους 2 (атт. pl. κακόνοι) недоброжелательный, враждебно настроенный, враждебный (τῇ πόλει Thuc.; τῷ πλήθει Lys.; τῷ δήμῳ Arst.): εὐνοεῖν τοῖς κακόνοις Xen. доброжелательно относиться к своим недоброжелателям.
Greek (Liddell-Scott)
κακόνοος: -ον, σηνῃρ. -νους, ουν: Ἀττ. πληθ. κακόνοι· κακῶς διατεθειμένος, κακῶς διακείμενος, δυσμενής, ἀντίθετον τῷ εὔνους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 496, 671· εὐνοεῖν τοῖς κακόνοις Ξεν. Κύρ. 8. 2, 1· κακ. τῇ πόλει Θουκ. 6. 24· τῷ πλήθει Λυσ. 171. 35· τῷ δήμῳ κακόνους ἔσομαι, ὀλιγαρχικὸς ὅρκος παρ’ Ἀριστ. ἐν Πολιτ. 5.9, 11· ἐχθρικῶς διακείμενος, τινὶ Ξεν. Ἀν. 2. 5, 16 και 27· εἰς τὰ πράγματα Λυσ. 159. 41: - Ὑπερθ. κακονούστατος Λυσ. 110. 38, Δημ. 623. 4. - Ἐπίρρ. κακονόως Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 180, ἢ κακόνως Πολυδ. Ε΄, 115. Ὑπερθ. κακονούστατα αὐτόθι 116· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 141.
Greek Monotonic
κᾰκόνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν· Αττ. πληθ. κακόνοι· αρνητικά διακείμενος, δυσαρεστημένος, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· αυτός που έχει εχθρική προδιάθεση απέναντι σε, τινι, σε Ξεν. — υπερθ. κακονούστατος, σε Δημ.