κακοπραγής

English (LSJ)

κακοπραγές, evil-doing, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1302] ές, unglücklich, Hesych.

Greek Monolingual

κακοπραγής, -ές (Α)
αυτός που κάνει κάτι κακό, κακοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πραγής < θ. πραγ-, πρβλ. πέπραγα του πράττω].