κακωτοῦ, ὁ, one who ill-treats, oppressor, Ph.1.544, Ptol.Tetr.159; γυναικῶν Vett.Val.49.4.
κακωτής: -οῦ, ἄνθρωπος κακοποιός, βλαπτικός, Φίλων 1. 544.
κακωτής, ο θηλ. κακώτρια (AM) κακώκακοποιός, βλαπτικός.