κακώτρια

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

German (Pape)

[Seite 1306] ἡ, fem. zum Vorigen, Sp.

Greek Monolingual

κακώτρια, ἡ (AM)
βλ. κακωτής.