βλαπτικός
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
English (LSJ)
βλαπτική, βλαπτικόν, hurtful, mischievous, damaging, δυνάμεις Ph.1.14, cf. S.E.M.6.4, etc.: c. gen., ἀνθρώπων Str.15.1.45, cf. Phld.Piet.99,100. Adv. βλαπτικῶς = harmfully Arr.Epict.3.23.4, Ptol. Tetr.168.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 dañino, perjudicial, αἷμα οἰκεῖον βλαπτικόν Hp.Alim.40, cf. Horap.2.24
•c. gen. κροκόδειλοι ... βλαπτικοὶ ἀνθρώπων Aristobul.38, cf. Phld.Piet.117, καπνὸς ὀφθαλμῶν β. Olymp.Iob 41.12
•nocivo δυνάμεις Ph.1.14, cf. S.E.M.6.4, Corn.ND 22, de la influencia de los astros, Vett.Val.16.32, 124.12.
2 adv. βλαπτικῶς = dañina, nocivamente <μὴ> βλαπτικῶς ὡς θηρίον (lo que hagas, hazlo como hombre) no haciendo daño como las fieras Arr.Epict.3.23.4, cf. Ptol.Tetr.3.15.1.
German (Pape)
[Seite 447] schädlich, Arr. Epict. 3, 23, 4 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βλαπτικός: -ή, -όν, ἐπιβλαβής, βλαβερός, Φίλων 1. 14, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 23, 4· - μ. γεν., ἀνθρώπων Στράβ. 707.