καλάθιον

English (LSJ)

[λᾰ], τό, Dim. of κάλαθος, Poll.10.125, Sch.Call.Cer.1; part of a surgical machine, in the shape of a κάλαθος, Orib.49.4.41:—also καλαθίς, ίδος, ἡ, Hsch. s.v. πλαγγών.

German (Pape)

[Seite 1306] τό, dim. zu κάλαθος, Körbchen; Schol. Callim. Cer. 1; Poll. 10, 125.

Greek Monolingual

καλάθιον, τὸ (AM)
(υποκορ. του κάλαθος) μικρό καλάθι, μικρό κοφίνι, πανεράκι
αρχ.
τμήμα χειρουργικού οργάνου το οποίο είχε σχήμα καλαθιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + υποκορ. κατάλ. -ιον].