οι (AM καλένδαι και καλάνδαι)νεοελλ.φρ. (για κάθε πράγμα που αναβάλλεται διαρκώς)«στις ελληνικές καλένδες» — σε ημερομηνία που δεν θα έρθει ποτέ, επειδή οι Έλληνες δεν είχαν καλένδες στο ημερολόγιό τους