καλήμερος

English (LSJ)

καλήμερον, bringing a fair day (opp. κακήμερος), AP9.508 (Pall.); καλήμερε, Χαῖρε Mim.Oxy.413.67.

German (Pape)

[Seite 1308] der einen guten Tag hat, Pallad. 143 (IX, 508).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a des jours heureux, qui a un jour de bonheur.
Étymologie: καλός, ἡμέρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλήμερος -ον [καλός, ἡμέρα] die een gelukkige dag heeft.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλήμερος: имеющий счастливый день, т. е. счастливый Anth.

Greek Monolingual

καλήμερος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλές, ευτυχισμένες μέρες, δηλ. ευτυχισμένη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. μακροήμερος, ολοήμερος].

Greek Monotonic

κᾰλήμερος: -ον (ἡμέρα), αυτός που διάγει ευτυχισμένες μέρες, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

καλήμερος: -ον, ἔχων καλὰς ἢ εὐτυχεῖς ἡμέρας, Ἀνθ. Παλ. 9.508.

Middle Liddell

κᾰλ-ήμερος, ον ἡμέρα
with fortunate days, Anth.