καλαθίς
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = καλάθιον.
German (Pape)
[Seite 1306] ίδος, ἡ, dasselbe, Hesych.
Greek Monolingual
καλαθίς, -ίδος, ἡ (Α)
(υποκορ. του κάλαθος) μικρό καλάθι, καλαθάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + υποκορ. κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. επιγλωσσίς, θυρίς)].