καλαμανθήλη

English (LSJ)

ἡ, = ἀνθήλη, Edict.Diocl.18.6.

Greek Monolingual

καλαμανθήλη, ἡ (Α)
το στάχυ με το καλάμι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμη + ἀνθήλη «θύσανος»].