καλαμινθίτης

English (LSJ)

[ῑ] οἶνος, , wine flavoured with mint, Dsc.5.52.

German (Pape)

[Seite 1307] οἶνος, mit Münze abgezogener Wein, Diosc.

Greek Monolingual

καλαμινθίτης ὁ (Α)
(ενν. οίνος) κρασί που παρασκευάζεται με μίνθη, με μέντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλαμίνθη + -ίτης (πρβλ. ρητινίτης)].