Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
καλαφάτης
Greek Monolingual
ο (Μ καλαφάτης) τεχνίτηςειδικός στο να καλαφατίζει πλοία ή βαρέλια, δηλ. να φράζει με πίσσα ή στουπί τις χαραμάδες μεταξύ τών σανίδων ή τα ρήγματά τους. [ΕΤΥΜΟΛ.< ιταλ. calafato< αραβ. galafat].