καλιούχος

Greek Monolingual

-α, -ο
αυτός που περιέχει κάλιον («καλιούχα λιπάσματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλιο + -ούχος (< έχω), πρβλ. ανθρακούχος, χλωριούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη].