ανθρακούχος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
-α, -ο
1. αυτός που περιέχει άνθρακα
2. (για έδαφος) αυτός που περιέχει κοιτάσματα γαιανθράκων, ανθρακοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανθραξ + -ούχος < έχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον Θεοδόσιο Ηλιάδη].