καλλίουλος

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, a song to Demeter, Semus19; cf. ἴουλος.

German (Pape)

[Seite 1310] ὁ, ein Lobgesang auf die Demeter, s. ἴουλος.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίουλος: ὁ, ὡς τὸ οὖλος καὶ ἴουλος, ὕμνος εἰς τὴν Δήμητρα, Σῆμος ὁ Δήλιος παρ’ Ἀθην. 618Ε.

Greek Monolingual

καλλίουλος, ὁ (Α)
ύμνος προς τιμήν της Δήμητρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + ἴουλος με τη σημ. «ύμνος προς τιμήν της Δήμητρος»].