καλλιγένεθλος

English (LSJ)

καλλιγένεθλον,
A beautifully formed, καρπός prob. in Poet. deherb.104.
II Act., having a fair offspring, Corinn.23, Procl.H.6.1.

German (Pape)

[Seite 1309] schön gebärend, mit schönen Kin. dern, Procl. u. Corinn. bei Schol. Il. 2, 498.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιγένεθλος: -ον, καλῶς ἐσχηματισμένος, Ποιητὴς π. Βοταν. ΙΙ. ἐνεργ., ἔχων ὡραῖα τέκνα, Κόριννα 23, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἑκάτ. 1.

Greek Monolingual

καλλιγένεθλος, -ον (Α)
1. ο καλοσχηματισμένος, ο καλοφτειαγμένος
2. αυτός που έχει αποκτήσει ωραία παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -γένεθλος (< γένεθλον «απόγονος»), πρβλ. αριστογένεθλος, πρεσβυγένεθλος].