καλοβλέπω

Greek Monolingual

1. βλέπω καλά, έχω οξεία όραση
2. εξετάζω κάτι με σύνεση και προσοχή
3. βλέπω κάτι με ερωτική διάθεση
4. βλέπω ευνοϊκά κάτι.