καλοειδής

English (LSJ)

καλοειδές, of beautiful form, στροφαί Sopat.in Rh.8.56 W.

German (Pape)

[Seite 1312] ές, von schöner Art, Rhett. VIII, 56.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλοειδής: -ές, ἀνήκων εἰς καλὸν εἶδος, Σώπατρ. ἐν Ρήτορσιν (Walz) 8. 56, 14.

Greek Monolingual

-ές (Α καλοειδής, -ες)
ωραίος στη μορφή
νεοελλ.
αυτός που ανήκει σε καλό, σε ωραίο είδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. κακοειδής, μακροειδής].