μακροειδής

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροειδής Medium diacritics: μακροειδής Low diacritics: μακροειδής Capitals: ΜΑΚΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: makroeidḗs Transliteration B: makroeidēs Transliteration C: makroeidis Beta Code: makroeidh/s

English (LSJ)

μακροειδές, tall, BGU364.6 (vi A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

μακροειδής: -ές, ἔχων μακρὸν σχῆμα, Ἐρωτιαν. σ. 208.

Greek Monolingual

μακροειδής, -ές (AM)
μσν.
ψηλός
αρχ.
αυτός που έχει μακρουλό σχήμα, επιμήκη μορφή.

German (Pape)

ές, von länglicher Gestalt, Sp.